δεσμίδα

δεσμίδα
carnet

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • δεσμίδα — η (AM δεσμίς) [δέσμη] μικρή δέσμη (α. «δεσμίδες χαρτιού» β. «δεσμίδες χαρτονομισμάτων» γ. «μίνθης δεσμίδα μικρήν» ένα μικρό μάτσο δυόσμο) νεοελλ. ανατ. «δεσμίδα νευρική» συστοιχία από νευρικές ίνες συνταγμένες πυκνά και παράλληλα, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • δεσμίδα — η η δέσμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμίδα — δεσμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • μάτσο — το 1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα») 2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή») 3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές») 3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» έχω αρκετά χρήματα β) «μάτσο μού τά στείλε …   Dictionary of Greek

  • σκαμπίλι — το, Ν 1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος 2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • φασκίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού τ. δι άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί τού σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση… …   Dictionary of Greek

  • δεσμίδιο — το (AM δεσμίδιον) [δεσμίς] νεοελλ. βοτ. γένος μονοκύτταρων φυτών, τής τάξης τών Συζυγών, τής οικογένειας Δεσμιδιίδες αρχ. μσν. μικρή δεσμίδα αρχ. μικρός επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • δεσμίς — η βλ. δεσμίδα …   Dictionary of Greek

  • ευθυκοκκυγικός — ή, ό φρ. «ευθυκοκκυγικός μυς» δεσμίδα λείων μυϊκών ινών μεταξύ τού πρόσθιου ιεροκοκκυγικού συνδέσμου και τού απευθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + κοκκυγικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”